πυργοδάϊκτος

πυργοδάϊκτος
-ον, Α
αυτός που καταστρέφει, που συντρίβει πύργους («πολέμους πυργοδαΐκτους», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + -δάϊκτος (< δαϊκτός < δαΐζω «φονεύω»), πρβλ. ανδρο-δάϊκτος, λουτρο-δάϊκτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αρτιδάικτος — ἀρτιδάικτος, ον (AM) αυτός που σφάχθηκε πριν από λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + δαϊκτος < δαϊκτός < δαΐζω «σφάζω, φονεύω» (πρβλ. ανδροδάικτος, αυτοδάικτος, πυργοδάικτος)] …   Dictionary of Greek

  • δαϊκτός — δαϊκτός, ή, όν (Α) αυτός που είναι δυνατόν να φονευθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαΐζω (Ι). ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) αδάικτος, ανδροδάικτος, αρτιδάικτος, αυτοδάικτος, ημιδάικτος, λουτροδάικτος, πυργοδάικτος, χειροδάικτος, ωμοδάικτος] …   Dictionary of Greek

  • πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… …   Dictionary of Greek

  • πυργοδαίκτους — πυργοδαΐκτους , πυργοδάικτος destroying towers masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”